- ποδοσέρνω
- ποδοσέρνω και ποδοσύρω ποδόσυρα, ποδοσύρθηκα, σέρνω κάποιον πιάνοντάς τον από τα πόδια: Φεύγα απ' την πόρτα, κνώδαλο, να μη σε ποδοσύρω (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.